ἐμμέτρους

ἐμμέτρους
ἔμμετρος
in measure
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλλίνικος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με ξίφος μαζί με τη Βασίλισσα, η οποία στους Συναξαριστές και στα Μηναία αναφέρεται ως Καλλινίκη. Η μνήμη του τιμάται στις 22 Μαρτίου. 2. Καταγόταν από την Κιλικία. Μαρτύρησε στη Γάγγρα,… …   Dictionary of Greek

  • Απολινάρις Σιδώνιος — (Apollinaris Sidonius, Λιόν περ. 430 – 479 μ.Χ.). Λατίνος ποιητής. Καταγόταν από χριστιανική οικογένεια της Γαλατίας που είχε αναδείξει επιφανείς άντρες οι οποίοι διοίκησαν τη Γαλατία επί σειρά ετών. Πήρε αξιόλογη μόρφωση, ιδιαίτερα στην κλασική… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Βαβρίας ή Βάβριος — (2ος αι. μ.Χ.). Ιταλιώτης μυθογράφος. Έζησε στη Συρία και οι πληροφορίες αναφέρουν ότι έγραψε έμμετρους μύθους σε δέκα βιβλία, χρησιμοποιώντας τον τρίμετρο ιαμβικό στίχο. Τον 9ο αι., ο Ιγνάτιος ο διάκονος παρέφρασε 53 μυθιάμβους του Β. και από τη …   Dictionary of Greek

  • Κλεοβουλίνη — (6ος αι. π.Χ.). Ποιήτρια από τη Λίνδο της Ρόδου. Ήταν κόρη του Κλεόβουλου, ενός από τους Επτά Σοφούς της αρχαιότητας. Είχε συνθέσει έμμετρους γρίφους και αινίγματα, ενώ οι ποιητικές της συνθέσεις θεωρήθηκαν από πολλούς φιλολόγους ως ψευδεπίγραφα …   Dictionary of Greek

  • Κριλόφ, Ιβάν Αντρέγεβιτς — (Ivan Andreyevich Krylov, Μόσχα 1769 – 1844). Ρώσος ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και μυθογράφος. Έζησε στην Αγία Πετρούπολη, όπου σταδιοδρόμησε ως λογοτέχνης. Αρχικά έγραψε διηγήματα και σάτιρες και, αργότερα, κωμωδίες και τραγωδίες… …   Dictionary of Greek

  • Κύριλλος — I Όνομα τριών αρχιεπισκόπων Κύπρου. 1. Κ. Α’ (; – 1854). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1849 54), διάδοχος του Ιωαννίκιου. Ήταν συνετός, αλλά άτολμος ιεράρχης, ίσως επειδή φοβόταν μήπως επαναληφθούν στην Κύπρο οι σφαγές του 1821. Στα χρόνια του αυξήθηκε η …   Dictionary of Greek

  • Φιάκι, Λουίτζι, ο επονομαζόμενος Κλάτσιο — (Fiacchi, Σκαρπέρια 1754 – Φλωρεντίνα 1825). Ιταλός συγγραφέας και μυθογράφος. Ιερωμένος, καθηγητής μαθηματικών και φιλοσοφίας και ακαδημαϊκός, ενδιαφέρθηκε για πάρα πολλά θέματα. Από τα λατινικά μετάφρασε και εξέδωσε Βοκκάκιο, Λαυρέντιο των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”